Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζινίχιον — ζινίχιον, το (Α) (στο λεξ. Σούδα) λουρί υποδήματος, δερμάτινη λουρίδα … Dictionary of Greek
ζινίχια — ζινίχιον shoe latchet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζνίχι — το [ζινίχιον] τράχηλος, σβέρκος … Dictionary of Greek